- κακ(κ)αλία
- κακ(κ)αλία, ἡ (Α)1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek